- σιδηρίτης
- Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος ρομβοεδρικός. Ο σ. βρίσκεται και σε βοτρυοειδή ή σφαιροειδή συσσωματώματα, με περισσότερο ή λιγότερο ινώδη εσωτερική δομή, καθώς και με μορφή χειροπληθή ή σε χονδροκοκκώδη ή λεπτοκοκκώδη συσσωματώματα. Έχει σκληρότητα 3,5 - 4 ειδικό βάρος 3,7 - 3,9, λάμψη σαν του γυαλιού ή του μαργαριταριού και ο χρωματισμός του ποικίλλει από γκρίζο-καφέ ή κίτρινο-καφέ ως το καστανό και το καστανο-κόκκινο. Πολλές φορές όμως είναι και άσπρος. Ο χημικός τύπος του σ. είναι FeCO3. Πρόκειται για μετάλλευμα, που βρίσκεται σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχει κυρίως στο Λαύριο, στην Κύθνο και στη Σέριφο.
Δείγμα σιδηρίτη.
* * *ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Ανεοελλ.(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ανθρακικό ορυκτό τού σιδήρου, που αποτελεί μετάλλευμα τού σιδήρου, αλλ. χαλυβίτηςαρχ.1. ο κατασκευασμένος από σίδηρο2. αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», Πίνδ.)3. είδος πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως αντίδοτο στο δάγκωμα φιδιού3. το θηλ. σιδηρῑτιςα) (με ή χωρίς την λ. λίθος) ο φυσικός μαγνήτηςβ) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το φυτό ποτήριον*. η ελξίνη, η χαμαίπιτυς*4. φρ. «σιδηρῑτις τέχνα»(στον Εύπ.) η τέχνη κατεργασίας τού σιδήρου, η σιδηρουργία, ή η πολεμική τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος / σίδαρος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἀνθρακ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.